- ορκοπάτης
- οαυτός που παραβαίνει τον όρκο του, επίορκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -πάτης (< πατώ), πρβλ. νυχτο-πάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek